Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμφλέγω
ἔμφλοιος
ἐμφλοιοσπέρματος
ἔμφλοξ
ἐμφοβέω
ἔμφοβος
ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
ἔμφραγμα
ἐμφρακτικός
ἔμφραξις
ἐμφράσσω
View word page
ἐμφορβίω
muzzle
ShortDef
muzzle
Debugging
Headword:
ἐμφορβίω
Headword (normalized):
ἐμφορβίω
Headword (normalized/stripped):
εμφορβιω
IDX:
29384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29385
Key:
Data
{'content': 'muzzle'}