Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμφιλοχωρέω
ἐμφιλοχώρως
ἔμφιμος
ἐμφλεβοτομέω
ἐμφλέγω
ἔμφλοιος
ἐμφλοιοσπέρματος
ἔμφλοξ
ἐμφοβέω
ἔμφοβος
ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
ἐμφορτόομαι
ἔμφορτος
View word page
ἐμφοιτάω
invade

ShortDef

invade

Debugging

Headword:
ἐμφοιτάω
Headword (normalized):
ἐμφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
εμφοιταω
IDX:
29380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29381
Key:

Data

{'content': 'invade'}