Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμφιλόσοφος
ἐμφιλοτεχνέω
ἐμφιλοχωρέω
ἐμφιλοχώρως
ἔμφιμος
ἐμφλεβοτομέω
ἐμφλέγω
ἔμφλοιος
ἐμφλοιοσπέρματος
ἔμφλοξ
ἐμφοβέω
ἔμφοβος
ἐμφοιτάω
ἐμφονεύω
ἐμφορβιόομαι
ἐμφόρβιος
ἐμφορβίω
ἐμφορέω
ἐμφόρησις
ἔμφορος
ἐμφορτίζομαι
View word page
ἐμφοβέω
terrify, intimidate

ShortDef

terrify, intimidate

Debugging

Headword:
ἐμφοβέω
Headword (normalized):
ἐμφοβέω
Headword (normalized/stripped):
εμφοβεω
IDX:
29378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29379
Key:

Data

{'content': 'terrify, intimidate'}