Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπυρισχησίφως
ἐμπυρίφοιτος
ἔμπυρος
ἐμπυροσκόπος
ἐμπυροτέχνης
ἔμπυρρος
ἐμπύρωσις
ἐμπυτιάζω
ἐμπυτίζω
ἐμπωλέω
ἔμσκεψις
ἐμύς
ἐμφαγεῖν
ἐμφαίνω
ἐμφάνεια
ἐμφάνερος
ἐμφανής
ἐμφανία
ἐμφανίζω
ἐμφανίσιμα
ἐμφάνισις
View word page
ἔμσκεψις
investigation

ShortDef

investigation

Debugging

Headword:
ἔμσκεψις
Headword (normalized):
ἔμσκεψις
Headword (normalized/stripped):
εμσκεψις
IDX:
29334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29335
Key:

Data

{'content': 'investigation'}