Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπυρισμός
ἐμπυριστής
ἐμπυρισχησίφως
ἐμπυρίφοιτος
ἔμπυρος
ἐμπυροσκόπος
ἐμπυροτέχνης
ἔμπυρρος
ἐμπύρωσις
ἐμπυτιάζω
ἐμπυτίζω
ἐμπωλέω
ἔμσκεψις
ἐμύς
ἐμφαγεῖν
ἐμφαίνω
ἐμφάνεια
ἐμφάνερος
ἐμφανής
ἐμφανία
ἐμφανίζω
View word page
ἐμπυτίζω
spit into

ShortDef

spit into

Debugging

Headword:
ἐμπυτίζω
Headword (normalized):
ἐμπυτίζω
Headword (normalized/stripped):
εμπυτιζω
IDX:
29332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29333
Key:

Data

{'content': 'spit into'}