Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπύρευμα
ἐμπυρεύω
ἐμπυρία
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρίζω
ἐμπύριος
ἐμπυρισμός
ἐμπυριστής
ἐμπυρισχησίφως
ἐμπυρίφοιτος
ἔμπυρος
ἐμπυροσκόπος
ἐμπυροτέχνης
ἔμπυρρος
ἐμπύρωσις
ἐμπυτιάζω
ἐμπυτίζω
ἐμπωλέω
ἔμσκεψις
ἐμύς
ἐμφαγεῖν
View word page
ἔμπυρος
in the fire; n.pl. burnt sacrifice
ShortDef
in the fire; n.pl. burnt sacrifice
Debugging
Headword:
ἔμπυρος
Headword (normalized):
ἔμπυρος
Headword (normalized/stripped):
εμπυρος
IDX:
29326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29327
Key:
Data
{'content': 'in the fire; n.pl. burnt sacrifice'}