Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
ἔμπυρα
ἐμπύρετος
ἐμπύρευμα
ἐμπυρεύω
ἐμπυρία
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρίζω
ἐμπύριος
ἐμπυρισμός
ἐμπυριστής
ἐμπυρισχησίφως
ἐμπυρίφοιτος
ἔμπυρος
ἐμπυροσκόπος
View word page
ἐμπυρεύω
to roast in

ShortDef

to roast in

Debugging

Headword:
ἐμπυρεύω
Headword (normalized):
ἐμπυρεύω
Headword (normalized/stripped):
εμπυρευω
IDX:
29317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29318
Key:

Data

{'content': 'to roast in'}