Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπυηματικός
ἐμπύησις
ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
ἔμπυρα
ἐμπύρετος
ἐμπύρευμα
ἐμπυρεύω
ἐμπυρία
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρίζω
ἐμπύριος
ἐμπυρισμός
ἐμπυριστής
ἐμπυρισχησίφως
ἐμπυρίφοιτος
View word page
ἐμπύρετος
in fever heat
ShortDef
in fever heat
Debugging
Headword:
ἐμπύρετος
Headword (normalized):
ἐμπύρετος
Headword (normalized/stripped):
εμπυρετος
IDX:
29315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29316
Key:
Data
{'content': 'in fever heat'}