Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπυέω
ἐμπύημα
ἐμπυηματικός
ἐμπύησις
ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
ἔμπυρα
ἐμπύρετος
ἐμπύρευμα
ἐμπυρεύω
ἐμπυρία
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρίζω
ἐμπύριος
ἐμπυρισμός
ἐμπυριστής
View word page
ἔμπυος
suppurating

ShortDef

suppurating

Debugging

Headword:
ἔμπυος
Headword (normalized):
ἔμπυος
Headword (normalized/stripped):
εμπυος
IDX:
29313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29314
Key:

Data

{'content': 'suppurating'}