Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπτωτος
ἐμπύγια
ἐμπυελίς
ἐμπυέω
ἐμπύημα
ἐμπυηματικός
ἐμπύησις
ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
ἔμπυρα
ἐμπύρετος
ἐμπύρευμα
ἐμπυρεύω
ἐμπυρία
ἐμπυριβήτης
ἐμπυρίζω
View word page
ἐμπυκάζω
to wrap up in

ShortDef

to wrap up in

Debugging

Headword:
ἐμπυκάζω
Headword (normalized):
ἐμπυκάζω
Headword (normalized/stripped):
εμπυκαζω
IDX:
29310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29311
Key:

Data

{'content': 'to wrap up in'}