Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπτυσμα
ἐμπτύω
ἔμπτωσις
ἔμπτωτος
ἐμπύγια
ἐμπυελίς
ἐμπυέω
ἐμπύημα
ἐμπυηματικός
ἐμπύησις
ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
ἔμπυρα
ἐμπύρετος
ἐμπύρευμα
ἐμπυρεύω
View word page
ἐμπυητικός
causing suppuration

ShortDef

causing suppuration

Debugging

Headword:
ἐμπυητικός
Headword (normalized):
ἐμπυητικός
Headword (normalized/stripped):
εμπυητικος
IDX:
29307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29308
Key:

Data

{'content': 'causing suppuration'}