Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπτοέω
ἔμπτυσις
ἔμπτυσμα
ἐμπτύω
ἔμπτωσις
ἔμπτωτος
ἐμπύγια
ἐμπυελίς
ἐμπυέω
ἐμπύημα
ἐμπυηματικός
ἐμπύησις
ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
ἔμπυρα
ἐμπύρετος
View word page
ἐμπυηματικός
suppurating
ShortDef
suppurating
Debugging
Headword:
ἐμπυηματικός
Headword (normalized):
ἐμπυηματικός
Headword (normalized/stripped):
εμπυηματικος
IDX:
29305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29306
Key:
Data
{'content': 'suppurating'}