Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπταίω
ἐμπτίσσω
ἐμπτοέω
ἔμπτυσις
ἔμπτυσμα
ἐμπτύω
ἔμπτωσις
ἔμπτωτος
ἐμπύγια
ἐμπυελίς
ἐμπυέω
ἐμπύημα
ἐμπυηματικός
ἐμπύησις
ἐμπυητικός
ἐμπυϊκός
ἐμπυΐσκω
ἐμπυκάζω
ἐμπύλιος
ἐμπυόομαι
ἔμπυος
View word page
ἐμπυέω
suppurate
ShortDef
suppurate
Debugging
Headword:
ἐμπυέω
Headword (normalized):
ἐμπυέω
Headword (normalized/stripped):
εμπυεω
IDX:
29303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29304
Key:
Data
{'content': 'suppurate'}