Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπρακτος
ἔμπραξις
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρηστής
ἐμπριόεις
ἐμπριστικός
ἐμπρίω
ἐμπρόθεσμος
ἐμπροίκιος
ἐμπρόκειμαι
ἐμπρομελετάω
ἔμπροσθεν
ἐμπρόσθιος
ἐμπροσθόκεντρος
ἐμπροσθοτονία
ἐμπροσθοτονικός
ἐμπροσθότονος
View word page
ἐμπρίω
to saw into, to gnash

ShortDef

to saw into, to gnash

Debugging

Headword:
ἐμπρίω
Headword (normalized):
ἐμπρίω
Headword (normalized/stripped):
εμπριω
IDX:
29277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29278
Key:

Data

{'content': 'to saw into, to gnash'}