Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρηστής
ἐμπριόεις
ἐμπριστικός
ἐμπρίω
ἐμπρόθεσμος
ἐμπροίκιος
ἐμπρόκειμαι
ἐμπρομελετάω
ἔμπροσθεν
ἐμπρόσθιος
ἐμπροσθόκεντρος
ἐμπροσθοτονία
View word page
ἐμπριόεις
pungent
ShortDef
pungent
Debugging
Headword:
ἐμπριόεις
Headword (normalized):
ἐμπριόεις
Headword (normalized/stripped):
εμπριοεις
IDX:
29275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29276
Key:
Data
{'content': 'pungent'}