Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρηστής
ἐμπριόεις
ἐμπριστικός
ἐμπρίω
ἐμπρόθεσμος
ἐμπροίκιος
ἐμπρόκειμαι
ἐμπρομελετάω
View word page
ἐμπρήθω
to blow up, inflate

ShortDef

to blow up, inflate

Debugging

Headword:
ἐμπρήθω
Headword (normalized):
ἐμπρήθω
Headword (normalized/stripped):
εμπρηθω
IDX:
29271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29272
Key:

Data

{'content': 'to blow up, inflate'}