Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
ἔμπρησις
ἐμπρησμός
ἐμπρηστής
ἐμπριόεις
ἐμπριστικός
ἐμπρίω
View word page
ἔμπρακτος
practicable
ShortDef
practicable
Debugging
Headword:
ἔμπρακτος
Headword (normalized):
ἔμπρακτος
Headword (normalized/stripped):
εμπρακτος
IDX:
29267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29268
Key:
Data
{'content': 'practicable'}