Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
ἐμπρήθω
View word page
ἐμπορπάω
to fasten with a brooch

ShortDef

to fasten with a brooch

Debugging

Headword:
ἐμπορπάω
Headword (normalized):
ἐμπορπάω
Headword (normalized/stripped):
εμπορπαω
IDX:
29261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29262
Key:

Data

{'content': 'to fasten with a brooch'}