Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
ἐμπρεπής
ἐμπρέπω
View word page
ἔμπορος
one who goes on shipboard as a passenger
ShortDef
one who goes on shipboard as a passenger
Debugging
Headword:
ἔμπορος
Headword (normalized):
ἔμπορος
Headword (normalized/stripped):
εμπορος
IDX:
29260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29261
Key:
Data
{'content': 'one who goes on shipboard as a passenger'}