Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
ἔμπραξις
View word page
ἐμπόριον
trading station, market place
ShortDef
trading station, market place
Debugging
Headword:
ἐμπόριον
Headword (normalized):
ἐμπόριον
Headword (normalized/stripped):
εμποριον
IDX:
29258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29259
Key:
Data
{'content': 'trading station, market place'}