Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
ἔμπρακτος
View word page
ἐμπορικός
commercial, mercantile

ShortDef

commercial, mercantile

Debugging

Headword:
ἐμπορικός
Headword (normalized):
ἐμπορικός
Headword (normalized/stripped):
εμπορικος
IDX:
29257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29258
Key:

Data

{'content': 'commercial, mercantile'}