Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
Ἔμπουσα
ἐμπρακτικός
View word page
ἐμπορίζομαι
to be provided

ShortDef

to be provided

Debugging

Headword:
ἐμπορίζομαι
Headword (normalized):
ἐμπορίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμποριζομαι
IDX:
29256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29257
Key:

Data

{'content': 'to be provided'}