Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
ἔμποτος
View word page
ἐμπορία
commerce, trade, traffic

ShortDef

commerce, trade, traffic

Debugging

Headword:
ἐμπορία
Headword (normalized):
ἐμπορία
Headword (normalized/stripped):
εμπορια
IDX:
29254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29255
Key:

Data

{'content': 'commerce, trade, traffic'}