Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
ἐμπορπάω
ἐμπόρπημα
ἐμπόρφυρος
View word page
ἐμπορευτικός
commercial, mercantile

ShortDef

commercial, mercantile

Debugging

Headword:
ἐμπορευτικός
Headword (normalized):
ἐμπορευτικός
Headword (normalized/stripped):
εμπορευτικος
IDX:
29253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29254
Key:

Data

{'content': 'commercial, mercantile'}