Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
ἐμποριωνῄτας
ἔμπορος
View word page
ἐμπόρευμα
merchandise

ShortDef

merchandise

Debugging

Headword:
ἐμπόρευμα
Headword (normalized):
ἐμπόρευμα
Headword (normalized/stripped):
εμπορευμα
IDX:
29250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29251
Key:

Data

{'content': 'merchandise'}