Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
ἐμπόριον
View word page
ἐμπόνημα
agricultural improvements

ShortDef

agricultural improvements

Debugging

Headword:
ἐμπόνημα
Headword (normalized):
ἐμπόνημα
Headword (normalized/stripped):
εμπονημα
IDX:
29248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29249
Key:

Data

{'content': 'agricultural improvements'}