Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
ἐμπορίζομαι
ἐμπορικός
View word page
ἐμπονέω
work on
ShortDef
work on
Debugging
Headword:
ἐμπονέω
Headword (normalized):
ἐμπονέω
Headword (normalized/stripped):
εμπονεω
IDX:
29247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29248
Key:
Data
{'content': 'work on'}