Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπολεύς
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
ἐμπορία
ἐμποριάρχης
View word page
ἐμπολιτεύω
to be one of a state, to be a citizen, hold civil rights

ShortDef

to be one of a state, to be a citizen, hold civil rights

Debugging

Headword:
ἐμπολιτεύω
Headword (normalized):
ἐμπολιτεύω
Headword (normalized/stripped):
εμπολιτευω
IDX:
29245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29246
Key:

Data

{'content': 'to be one of a state, to be a citizen, hold civil rights'}