Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπολέμιος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
ἐμπορευτικός
View word page
ἔμπολις
in the city
ShortDef
in the city
Debugging
Headword:
ἔμπολις
Headword (normalized):
ἔμπολις
Headword (normalized/stripped):
εμπολις
IDX:
29243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29244
Key:
Data
{'content': 'in the city'}