Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
ἔμπονος
ἐμπόρευμα
ἐμπορεύομαι
ἐμπορευτέα
View word page
ἐμπολιορκέω
besiege in
ShortDef
besiege in
Debugging
Headword:
ἐμπολιορκέω
Headword (normalized):
ἐμπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
εμπολιορκεω
IDX:
29242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29243
Key:
Data
{'content': 'besiege in'}