Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμποκος
ἐμπολά
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
ἐμπομπεύω
ἐμπονέω
ἐμπόνημα
View word page
ἐμπόλησις
buying, trafficking

ShortDef

buying, trafficking

Debugging

Headword:
ἐμπόλησις
Headword (normalized):
ἐμπόλησις
Headword (normalized/stripped):
εμπολησις
IDX:
29238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29239
Key:

Data

{'content': 'buying, trafficking'}