Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἔμποκος
ἐμπολά
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
ἐμπολητός
ἐμπολίζω
ἐμπόλιον
ἐμπολιορκέω
ἔμπολις
ἐμπόλισις
ἐμπολιτεύω
View word page
ἐμπολεύς
a merchant, trafficker

ShortDef

a merchant, trafficker

Debugging

Headword:
ἐμπολεύς
Headword (normalized):
ἐμπολεύς
Headword (normalized/stripped):
εμπολευς
IDX:
29235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29236
Key:

Data

{'content': 'a merchant, trafficker'}