Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίας
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήριον
ἀκοντιστής
View word page
ἀκόνιτον
aconite

ShortDef

aconite

Debugging

Headword:
ἀκόνιτον
Headword (normalized):
ἀκόνιτον
Headword (normalized/stripped):
ακονιτον
IDX:
2922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2923
Key:

Data

{'content': 'aconite'}