Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἔμποκος
ἐμπολά
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
ἐμπολεμόω
ἐμπολεύς
ἐμπολή
ἐμπόλημα
ἐμπόλησις
View word page
ἔμποκος
unshorn

ShortDef

unshorn

Debugging

Headword:
ἔμποκος
Headword (normalized):
ἔμποκος
Headword (normalized/stripped):
εμποκος
IDX:
29228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29229
Key:

Data

{'content': 'unshorn'}