Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἔμποκος
ἐμπολά
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
ἐμπολέμιος
View word page
ἐμποίησις
production
ShortDef
production
Debugging
Headword:
ἐμποίησις
Headword (normalized):
ἐμποίησις
Headword (normalized/stripped):
εμποιησις
IDX:
29223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29224
Key:
Data
{'content': 'production'}