Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἔμποκος
ἐμπολά
ἐμπολαῖος
ἐμπολάω
ἐμπολεμέω
View word page
ἐμποιέω
to make in

ShortDef

to make in

Debugging

Headword:
ἐμποιέω
Headword (normalized):
ἐμποιέω
Headword (normalized/stripped):
εμποιεω
IDX:
29222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29223
Key:

Data

{'content': 'to make in'}