Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἔμποκος
ἐμπολά
View word page
ἐμποδοστατέω
to be in the way

ShortDef

to be in the way

Debugging

Headword:
ἐμποδοστατέω
Headword (normalized):
ἐμποδοστατέω
Headword (normalized/stripped):
εμποδοστατεω
IDX:
29219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29220
Key:

Data

{'content': 'to be in the way'}