Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκόνα
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίας
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήριον
View word page
ἀκονιτικός
made of aconite
ShortDef
made of aconite
Debugging
Headword:
ἀκονιτικός
Headword (normalized):
ἀκονιτικός
Headword (normalized/stripped):
ακονιτικος
IDX:
2921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2922
Key:
Data
{'content': 'made of aconite'}