Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
ἐμποικίλλω
ἐμποίνιμος
ἔμποκος
View word page
ἐμποδιστικός
trammelling
ShortDef
trammelling
Debugging
Headword:
ἐμποδιστικός
Headword (normalized):
ἐμποδιστικός
Headword (normalized/stripped):
εμποδιστικος
IDX:
29218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29219
Key:
Data
{'content': 'trammelling'}