Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
ἐμποίησις
ἐμποιητέον
ἐμποιητικός
View word page
ἐμπόδισμα
impediment, hindrance

ShortDef

impediment, hindrance

Debugging

Headword:
ἐμπόδισμα
Headword (normalized):
ἐμπόδισμα
Headword (normalized/stripped):
εμποδισμα
IDX:
29215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29216
Key:

Data

{'content': 'impediment, hindrance'}