Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
ἐμποιέω
View word page
ἐμποδέω
as if fettered
ShortDef
as if fettered
Debugging
Headword:
ἐμποδέω
Headword (normalized):
ἐμποδέω
Headword (normalized/stripped):
εμποδεω
IDX:
29212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29213
Key:
Data
{'content': 'as if fettered'}