Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
ἐμποδών
View word page
ἐμποδεία
impediment, hindrance

ShortDef

impediment, hindrance

Debugging

Headword:
ἐμποδεία
Headword (normalized):
ἐμποδεία
Headword (normalized/stripped):
εμποδεια
IDX:
29211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29212
Key:

Data

{'content': 'impediment, hindrance'}