Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδοστατέω
ἐμποδοστάτης
View word page
ἔμπνοος
with the breath in one, alive

ShortDef

with the breath in one, alive

Debugging

Headword:
ἔμπνοος
Headword (normalized):
ἔμπνοος
Headword (normalized/stripped):
εμπνοος
IDX:
29210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29211
Key:

Data

{'content': 'with the breath in one, alive'}