Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
View word page
ἔμπνοια
inbreathing, inspiration

ShortDef

inbreathing, inspiration

Debugging

Headword:
ἔμπνοια
Headword (normalized):
ἔμπνοια
Headword (normalized/stripped):
εμπνοια
IDX:
29208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29209
Key:

Data

{'content': 'inbreathing, inspiration'}