Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
ἐμποδισμός
View word page
ἐμπνέω
to blow

ShortDef

to blow

Debugging

Headword:
ἐμπνέω
Headword (normalized):
ἐμπνέω
Headword (normalized/stripped):
εμπνεω
IDX:
29206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29207
Key:

Data

{'content': 'to blow'}