Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
ἐμποδέω
ἐμποδίζω
ἐμπόδιος
ἐμπόδισμα
View word page
ἐμπνευστός
blown into

ShortDef

blown into

Debugging

Headword:
ἐμπνευστός
Headword (normalized):
ἐμπνευστός
Headword (normalized/stripped):
εμπνευστος
IDX:
29205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29206
Key:

Data

{'content': 'blown into'}