Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
ἐμποδεία
View word page
ἐμπνευμάτωσις
blowing up, inflation

ShortDef

blowing up, inflation

Debugging

Headword:
ἐμπνευμάτωσις
Headword (normalized):
ἐμπνευμάτωσις
Headword (normalized/stripped):
εμπνευματωσις
IDX:
29201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29202
Key:

Data

{'content': 'blowing up, inflation'}