Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
ἔμπνοος
View word page
ἐμπνευματόω
inflate

ShortDef

inflate

Debugging

Headword:
ἐμπνευματόω
Headword (normalized):
ἐμπνευματόω
Headword (normalized/stripped):
εμπνευματοω
IDX:
29200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29201
Key:

Data

{'content': 'inflate'}