Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπλην
ἔμπλην2
ἐμπληξία
ἐμπλήρωμα
ἐμπλήρωσις
ἐμπλήσσω
ἐμπληστέος
ἐμπλοκή
ἐμπλόκιον
ἔμπλουμος
ἐμπνευματοποιέομαι
ἐμπνευματόω
ἐμπνευμάτωσις
ἐμπνευματωτικός
ἔμπνευσις
ἐμπνευστικὰ
ἐμπνευστός
ἐμπνέω
ἐμπνοή
ἔμπνοια
ἐμπνοίησις
View word page
ἐμπνευματοποιέομαι
suffer from flatulence

ShortDef

suffer from flatulence

Debugging

Headword:
ἐμπνευματοποιέομαι
Headword (normalized):
ἐμπνευματοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπνευματοποιεομαι
IDX:
29199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29200
Key:

Data

{'content': 'suffer from flatulence'}