Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκόνα
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίας
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
View word page
ἀκόνιον
eye medicine

ShortDef

eye medicine

Debugging

Headword:
ἀκόνιον
Headword (normalized):
ἀκόνιον
Headword (normalized/stripped):
ακονιον
IDX:
2919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2920
Key:

Data

{'content': 'eye medicine'}